Δευτέρα 29 Ιουλίου 2013

Τσάι του βουνού: Υψηλές αποδόσεις και προοπτικές


 Από την αρχαιότητα ο Ιπποκράτης* και αργότερα ο Θεόφραστος* και ο Διοσκουρίδης* εστίασαν στη θεραπευτική δράση των βοτάνων. Οι γνώσεις τους μεταδόθηκαν από γενιά σε γενιά και σήμερα έρχονται δεκάδες τεκμηριωμένες μελέτες, από τη σύγχρονη ιατρική και επιστήμη, να επιβεβαιώσουν τα οφέλη υγείας πολλών βοτάνων.

Το γνωστό και αγαπημένο, χειμερινό κυρίως, ρόφημα των Ελλήνων "Τσάι του βουνού" απαντάται σε πολλά ελληνικά βουνά και χέρσους τόπους. Το αγαπάμε για την ευχάριστη γεύση του και τα ωφέλιμα συστατικά του με τα οποία εφοδιάζει τον οργανισμό μας.

Το γένος Sideritis L. περιλαμβάνει μια πληθώρα φυτικών ειδών αποτελούμενων από ποώδη ετήσια, ποώδη πολυετή, καθώς και μικρούς θάμνους. Πρόκειται για αρωματικά - φαρμακευτικά φυτά που ανήκουν στην οικογένεια των Χειλανθών (Lamiaceae). Τα περισσότερα είδη του γένους Sideritis αποτελούνται από πολυετή ποώδη φυτά, τα οποία αυτοφύονται σε χώρες της Μεσογείου, ενώ πολλά είδη του γένους αυτού υπάρχουν και στην Ασία. Στην περιοχή της Μεσογείου, όπου φαίνεται να είναι και το κέντρο καταγωγής του φυτού, έχουν καταγραφεί πάνω από 100 διαφορετικά είδη του γένους Sideritis. Η μεγαλύτερη ποικιλία ειδών συναντάται στην...


Ιβηρική Χερσόνησο, με 45 τουλάχιστον είδη τα περισσότερα των οποίων είναι ενδημικά, ενώ 14 από αυτά απειλούνται σήμερα με εξαφάνιση. Χώρες πλούσιες σε πληθυσμούς και ποικιλία ειδών είναι επίσης η Ελλάδα, η Ιταλία και χώρες των ακτών της βόρειας Αφρικής. Σε όλες σχεδόν τις Μεσογειακές χώρες είδη του γένους αυτού είναι γνωστά, σε τοπική κλίμακα, ως βότανα για διάφορες χρήσεις. Όμως χρήση για την παρασκευή τσαγιού γίνεται μόνο στην Ισπανία και κυρίως στην Ελλάδα, όπου έχουμε και τη μεγαλύτερη κατανάλωση. Το παρασκευαζόμενο αφέψημα με το όνομα «Τσάι του Βουνού» παρουσιάζει πολλές ευεργετικές ιδιότητες, οι οποίες οφείλονται στα συστατικά του αιθέριου ελαίου του, όπως για παράδειγμα στα φλαβονοειδή. Το αφέψημα από το φυτό προτιμάται πολύ από τους Έλληνες, ειδικά τους χειμερινούς μήνες, λόγω της ευεργετικής του επίδρασης σε κρυολογήματα και φλεγμονές του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος, ιδιότητες που ενισχύονται με την προσθήκη μελιού. Οι ευεργετικές επιδράσεις οφείλονται στην αντιφλεγμονώδη,
βακτηριοστατική και αντιοξειδωτική δράση του. Ακόμη θεωρείται ευστόμαχο, εφιδρωτικό, τονωτικό, αντιερεθιστικό και αντιαναιμικό διότι περιέχει Fe (Floca et al 1981). Οργανοληπτικά το ρόφημα είναι πολύ εύγευστο και αρωματικό, ενώ μπορεί να καταναλωθεί ζεστό ή κρύο, με ζάχαρη, μέλι ή και σκέτο. Μέχρι τώρα καλλιέργεια ειδών του φυτού, γίνεται μόνο στην Ελλάδα. Το μέρος του φυτού που συλλέγεται είναι η ταξιανθία σε πλήρη άνθηση μαζί με 5-6 cm βλαστού. Οι ανθοφόροι βλαστοί ξηραίνονται ώστε να μπορούν να διατηρηθούν για μεγάλο χρονικό διάστημα.Δυστυχώς δεν έχουν γίνει συστηματικές προσπάθειες προώθησης σε χώρες της Ευρώπης, όπου η κατανάλωση αφεψημάτων είναι αρκετά μεγάλη.
Υψηλές αποδόσεις και προοπτικές από το τσάι του βουνού

Από τα 17 περίπου είδη που αυτοφύονται στην Ελλάδα, ιδιαίτερα γνωστά και με μεγάλη εξάπλωση είναι τα παρακάτω:

1. Sideritis athoa: (Papan. & Kokkini) Κοινώς λέγεται τσάι βλάχικο, και στο Άγιο Όρος μπεττόνικα. Είναι πολυετής πόα ύψους μέχρι 40 εκ., όπου καλύπτεται ολόκληρο με μικρές αδενώδεις τρίχες. Ο βλαστός είναι όρθιος απλός ή διακλαδισμένος και ξυλώδης στη βάση του. Αυτοφύεται στον Άθω, στην Πίνδο και στην Σαμοθράκη.
Υψηλές αποδόσεις και προοπτικές από το τσάι του βουνού

2. Sideritis clandestina: (Chaub. & Bozy) Κοινώς λέγεται τσάι του Μαλεβού ή τσάι του Ταϋγέτου. Είναι πολυετής πόα ύψους μέχρι 40 εκ. Ο βλαστός του είναι, όπως και στο προηγούμενο είδος, απλός ή διακλαδισμένος. Αυτοφύεται σε βράχους στις υπαλπικές και αλπικές περιοχές του Μαλεβού, του Ταϋγέτου και της Κυλλήνης.

3. Sideritis syriaca: (Κοινώς λέγεται τσάι της Κρήτης, γνωστό ως μαλοτήρας ή καλοκοιμηθιά. Είναι πολυετής πόα, ύψους 50 εκ. Έχει βλαστό συνήθως απλό, ισχυρό, όρθιο, που καλύπτεται με πυκνό άσπρο χνούδι. Αυτοφύεται στα βουνά της Κρήτης και κυρίως στα Λευκά Όρη και στον Ψηλορείτη σε υψόμετρο 1.300 - 2.000 μέτρα.
Υψηλές αποδόσεις και προοπτικές από το τσάι του βουνού

4. Sideritis euboea: (Heldz) Κοινώς λέγεται τσάι της Εύβοιας ή τσάι απ' το Δέλφι. Είναι πολυετής πόα ύψους 30-50 εκ., με πυκνό και λευκό χνούδι σε όλα τα μέρη του. Ο βλαστός του είναι ξυλώδης στη βάση, ισχυρός, απλός ή μερικές φορές διακλαδισμένος. Αυτοφύεται στην Εύβοια και κυρίως στα βουνά Δίρφυ σε υψόμετρο 1.000 - 1.540μ.

5. Sideritis scardica: (Griseb) Κοινώς λέγεται τσάι του Ολύμπου. Είναι πολυετής πόα, έχει βλαστό απλό ή διακλαδισμένο, τετραγωνισμένο, λίγο ξυλώδη στην βάση. Αυτοφύεται σε βραχώδη μέρη και σε υψόμετρο πάνω από 1.000μ., στον Όλυμπο, στον Κίσσαβο και στο Πήλιο.

6. Sideritis raeseri: (Boiss & heldz.) Κοινώς λέγεται τσάι του Παρνασσού ή τσάι του Βελουχιού. Είναι πολυετής πόα, ύψους μέχρι 40 εκ. Ο βλαστός είναι λεπτός, χνοώδης, απλός και σπάνια διακλαδισμένος, λίγο ξυλώδης στη βάση.Τα κατώτερα φύλλα είναι έμμισχα και τα ανώτερα άμισχα λογχοειδή, λίγο πριονωτά με άσπρο χνούδι, και άνθη έντονα κίτρινα στις ακραίες ταξιανθίες. Αυτοφύεται και καλλιεργείται στον Νομό Μαγνησίας. Ευδοκιμεί σε ορεινές περιοχές και σε χωράφια ασβεστούχα, πετρώδη, μέτριας γονιμότητας, ξηρικά.

Κοινό χαρακτηριστικό των ειδών αυτών αλλά και γενικά του γένους SideritisL. είναι ότι πρόκειται για φυτά ιδιαίτερα προσαρμοσμένα για να επιβιώνουν σε απόκρημνες βραχώδεις περιοχές με υψόμετρο άνω των 1000 μέτρων. Τα είδη αυτά είνα ιδιαίτερα ανθεκτικά στην ξηρασία και στις χαμηλές θερμοκρασίες. Δεν απαιτούν πλούσια εδάφη και προτιμούν θέσεις, με ελαφρό έδαφος όχι ιδιαίτερα βαθύ, όχι συνεκτικό, με άφθονο ήλιο. Συναντώνται ιδιαίτερα σε σχισμές βράχων όπου ελάχιστα είδη φυτών θα μπορούσαν να επιβιώσουν.

Από τα παραπάνω είδη καλλιεργείται μόνο το S. raeseri Boiss & Heldz το οποίο αποτελεί βασική πηγή εισοδήματος για τους κατοίκους κυρίως του χωριου Βρύναινα και Κοκκωτοί, που βρίσκονται σε ορεινές περιοχές του όρους Όρθρυς. Τα χωριά αυτά βρίσκονται στις ανατολικές πλαγιές του όρους Όρθρυς σε υψόμετρο περίπου 700m και ανήκουν στην επαρχία Αλμυρού Η περιοχή στην οποία βρίσκονται τα δύο χωριά είναι εξαιρετικά πλούσια σε μεσογειακή χλωρίδα, η οποία διαφοροποιείται αρκετά από αυτή γειτονικών βουνών, όπως αυτό του Πηλίου. Η περιοχή διαφοροποιείται και κλιματικά ( στοιχεία Εθνικής Μετεωρολογικής Υπηρεσίας), από το γεγονός της χαμηλότερης σε σχέση με άλλες γειτονικές περιοχές ετήσιας βροχόπτωσης και χαμηλότερης σχετικής υγρασίας. Χαρακτηριστικό της περιοχής είναι η ύπαρξη πολλών αρωματικών φυτών της Μεσογειακής χλωρίδας, τα οποία με βάση παρατήρηση που έγινε στην περιοχή για τις ανάγκες αυτής της εργασίας, βρίσκονται σε σημαντικούς πληθυσμούς σε σχέση με την υπόλοιπη χλωρίδα.

Λόγω της ύπαρξης έντονου αναγλύφου στην περιοχή το οποίο περιλαμβάνει παραθαλάσσιες πεδιάδες, πλαγιές, κοιλάδες και εμπεριέχει έντονες εναλλαγές υψομέτρων (από τη θάλασσα, έως και τα 1700m στις κορυφές του βουνού) υπάρχει σε μικρή σχετικά έκταση διαφοροποίηση κλιματικών συνθηκών. Από τα υπάρχοντα αρωματικά φυτά της περιοχής μερικά εμφανίζονται σε ποικιλία υψομέτρων ενώ άλλα σε συγκεκριμένο εύρος.

Στην καθαρά ορεινή ζώνη αυτοφύεται σε μεγάλη έκταση ένα από τα πέντε είδη, του γένους Sideritis που υπάρχουν στην Ελλάδα Πρόκειται για το είδος S. raeseri ή κοινώς Τσάι του Βουνού

Το «Τσάι του Βουνού» στην περιοχή του όρους Όρθρυς αποτελεί βασικό συστατικό της διατροφικής παράδοσης των κατοίκων της περιοχής και μάλιστα σε σημείο που η συλλογή του να αποτελεί μια ολόκληρη τελετουργία και μέρος της τοπικής ιστορίας. Πρόκειται για ένα φυτικό είδος, που αποτελεί στοιχείο της τοπικής παράδοσης και οικονομίας και που χάρη στην οξυδέρκεια και τον επαγγελματικό ζήλο κρατικών γεωπόνων και κυρίως του κ. Δ. Μητσογιάννη, που εργαζόταν στο τοπικό γραφείο Γεωργικής Ανάπτυξης στην περιοχή, έγινε μαζί με την κτηνοτροφία βασική πηγή εσόδων για την τοπική οικονομία. Το γεγονός αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία διότι στήριξε οικονομικά τα χωριά Βρύναινα και Κοκκωτοί και μείωσε σημαντικά την έντονη τάση αστυφιλίας που επικράτησε στην περιοχή τις δεκαετίες του 80 και 90 και αποτελεί και σήμερα σοβαρή απειλή για τα δύο αυτά χωριά. Αξίζει να αναφερθούν κάποια στοιχεία από την ιστορία του φυτού και της καλλιέργειάς του στα μέρη αυτά. Κατά τα παλαιότερα χρόνια το φυτό ήταν γνωστό για τη χρήση του στην παρασκευή αφεψήματος, στα ορεινά χωριά του όρους Όρθρυς και η κατανάλωσή του ήταν κυρίως τοπική. Αποτελούσε όμως σημαντικό στοιχείο στην τοπική διατροφική και γενικότερη παράδοση. Μάλιστα είχε επικρατήσει στο χωριό Βρύναινα την περίοδο της πλήρους άνθησης των φυτών, να καθορίζεται μια μέρα κατά την οποία όλο το χωριό ξεκινούσε για τη συγκομιδή. Ήταν κάτι σαν τοπικό εθιμικό πανηγύρι. Νωρίς το πρωί χτυπούσε η καμπάνα του χωριού και κάθε ικανό άτομο πήγαινε στην πλατεία και όλοι μαζί ξεκινούσαν για τις κορυφές του βουνού, για τη συλλογή των ανθοφόρων βλαστών..

Μετά τη λήξη του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου πολλοί κάτοικοι από τα ορεινά χωριά κατέφυγαν σε μεγαλύτερες πόλεις όπου διέδωσαν και τη χρήση του τσαγιού. Έτσι κατά τις δεκαετίες του 50 και 60 όπου πολλοί πλέον κάτοικοι της επαρχίας είχαν συγκεντρωθεί στα αστικά κέντρα, η κατανάλωση του τσαγιού άρχισε να αυξάνει πανελλαδικά.Στα τέλη της δεκαετίας του 60 άρχισαν οι πρώτες σκέψεις για καλλιέργεια του φυτού. Η προσπάθεια ξεκίνησε από το τοπικό Γραφείο Αγροτικής Ανάπτυξης του Αλμυρού.

Δηλαδή πρόκειται για ένα περιζήτητο βότανο, που πέραν των θεραπευτικών του ιδιοτήτων, ανοίγει... δρόμους για συμπληρωματική πηγή εισοδήματος.
Το τσάι του βουνού εμφανίζει μεγάλες προοπτικές ανάπτυξης, με κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητες αποδόσεις. Αλλωστε, τα τελευταία χρόνια σε όλες τις διεθνείς αγορές η ζήτηση για προϊόντα φυσικής προέλευσης είναι αυξανόμενη.

Το τσάι βουνού ή σιδερίτης είναι ίσως ένα από τα πιο διαδεδομένα σε κατανάλωση αφεψήματα σε όλη την Ελλάδα. Τα τελευταία χρόνια γίνεται ολοένα και πιο γνωστό και στην Ευρώπη, όπου το αναζητούν για τις θαυμαστές ιδιότητές του.

Το πλεονέκτημα της καλλιέργειας τσαγιού είναι ότι δεν απαιτούνται γόνιμα εδάφη. Η καλλιέργεια μπορεί να γίνεται σε χωράφια που έχουν καταστραφεί από μακροχρόνια χρήση ή σε βραχώδη λιβάδια. Οπότε δεν πρόκειται για καλλιέργεια που γίνεται σε βάρος άλλων παραδοσιακών για την περιοχή καλλιεργειών.
Το γένος Sideritis (προέρχεται από την ελληνική λέξη «σίδηρος», εξαιτίας της περιεκτικότητας του τσαγιού σε αυτό το στοιχείο) περιλαμβάνει περί τα 150 είδη και υποείδη, τα οποία ευδοκιμούν κυρίως στο βόρειο ημισφαίριο. Περίπου δέκα φύονται στην Ελλάδα.

Χρησιμοποιείται με τη μορφή αφεψήματος, που παράγεται με την προσθήκη μικρής ποσότητας ξηρής δρόγης σε νερό που βράζει. Το ρόφημα πλούσιο σε σίδηρο, τονωτικό, αποχρεμπτικό, με αντιθρομβωτική, αντιυπερτασική και αντιοξειδωτική δράση, καταναλώνεται κυρίως τη χειμερινή περίοδο για την αντιμετώπιση του κοινού κρυολογήματος. Επίσης, θεωρείται σημαντικό μελισσοτροφικό φυτό.
Τα τελευταία χρόνια σε όλες τις διεθνείς αγορές η ζήτηση για προϊόντα φυσικής προέλευσης είναι αυξανόμενη.

Τα αρωματικά φαρμακευτικά φυτά, όπως είναι το τσάι του βουνού, αλλά και τα πολύ υψηλότερης οικονομικής αξίας δευτερογενή προϊόντα τους -αιθέρια έλαια/εκχυλίσματα- έχουν ιδιαίτερα σημαντική θέση σε αυτήν την κατηγορία φυτικών προϊόντων, λόγω των πολλών και διαφορετικών χρήσεων και εφαρμογών τους σε τομείς όπως τη βιομηχανία τροφίμων και ποτών και τη φαρμακοβιομηχανία
Για τη σωστή ανάπτυξη του κλάδου αυτού, οι δράσεις θα πρέπει να βασίζονται και στη λειτουργία αντίστοιχων μεταποιητικών μονάδων (επεξεργασίας, τυποποίησης, μεταποίησης - παραγωγής αιθερίων ελαίων - εκχυλισμάτων και άλλων υψηλής προστιθέμενης αξίας προϊόντων).

Ομάδα γεωπόνων που ασχολούνται με την εγκατάσταση καλλιεργειών αρωματικών φυτών παραθέτουν συμβουλές για όσους ενδιαφέρονται να ασχοληθούν με τον συγκεκριμένο κλάδο:

Δημιουργία μικρών ευέλικτων ομάδων, που θα θελήσουν να δοκιμάσουν την καλλιέργεια τσαγιού. Η καταγραφή των αυτοφυών φυτών στην ευρύτερη περιοχή μπορεί να αποτελέσει οδηγό, καθώς θα είναι πιο εύκολος ο εγκλιματισμός στις εδαφοκλιματικές συνθήκες της περιοχής.
Εδαφολογικές αναλύσεις για τη γνώση της ποιότητας των εδαφών.
Δοκιμαστικές καλλιέργειες σε μικρή έκταση σε διάφορες περιοχές με συμμετοχή και καθοδήγηση γεωπόνων.
Καταγραφή ημερολογιακά του χρόνου απασχόλησης και προσδιορισμός του κόστους παραγωγής και του καθαρού εισοδήματος που μπορεί να προκύψει για τους παραγωγούς.
Καταγραφή της απόδοσης σε χλωρό και ξηρό βάρος και ποσοτικές και ποιοτικές αναλύσεις των αιθέριων ελαίων.
Ερευνα αγοράς σε Ελλάδα και εξωτερικό.

Με τη στρεμματική απόδοση, σύμφωνα με το Εθνος, στο τσάι του βουνού να είναι διπλάσια όταν η καλλιέργεια είναι βιολογική, τα έσοδα ανά στρέμμα σε ετήσια βάση μπορούν να φθάσουν τα 800 ευρώ. Καλλιέργεια περιορισμένων απαιτήσεων, ιδανική για φτωχά εδάφη, τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει αυξανόμενη ζήτηση. Αυτή η ανάγκη οδήγησε στη συστηματική καλλιέργεια του φυτού, καθώς τα αυτοφυή φυτά δεν ήταν δυνατό να καλύψουν τις ανάγκες της αγοράς.

Η καλλιέργειά του στο ίδιο χωράφι έχει διάρκεια ζωής από 5 έως 8 χρόνια. Οι αποδόσεις και η διάρκεια ζωής της καλλιέργειας εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις καλλιεργητικές φροντίδες. Σε χρονιά πλήρους παραγωγής οι αποδόσεις σε ξηρό προϊόν αγγίζουν τα 100-150 κιλά ανά στρέμμα. Οι περισσότεροι παραγωγοί το πωλούν σε μπάλες των 20-25 κιλών και, ανάλογα με τις διαπραγματεύσεις που κάνουν, πετυχαίνουν καθαρό πρόσοδο της τάξης των 500-700 ευρώ.

Το φυτό ευδοκιμεί σε περιοχές με μεγάλο υψόμετρο, αντέχει στις χαμηλές θερμοκρασίες, προτιμά τα πετρώδη ασβεστολιθικά εδάφη αλλά αναπτύσσεται σε ποικιλία εδαφών. Εχει ελάχιστες απαιτήσεις σε θρεπτικά στοιχεία, και αντοχή στην έλλειψη νερού. Το φυτό είναι ανθεκτικό σε εχθρούς και ασθένειες όταν καλλιεργείται σε υψόμετρο άνω των 800 μέτρων.

Παρουσιάζει ιδιαίτερη αντοχή στις χαμηλές θερμοκρασίες. Αναπτύσσεται σε ποικιλία εδαφών, ωστόσο προτιμά τα βραχώδη και ασβεστολιθικά. Επιδιώκοντας συνθήκες ανάλογες με τις φυσικές συνθήκες ανάπτυξης του φυτού αυξάνονται οι πιθανότητες παραγωγής ποιοτικού προϊόντος.

Ο πολλαπλασιασμός της καλλιέργειας πραγματοποιείται είτε με σπόρο είτε με παραφυάδες. Ο σπόρος συγκεντρώνεται από το τσάι που φύεται στο βουνό. Μάλιστα για κάθε στρέμμα απαιτούνται περίπου 15 γρ. σπόρου. Αυτή η ποσότητα σπέρνεται σε σπορείο από τον Αύγουστο μέχρι αρχές Οκτωβρίου και τα σπορόφυτα που προκύπτουν μεταφυτεύονται.

Το τσάι του βουνού, μετά το δεύτερο έτος, δίνει αρκετές παραφυάδες, βλαστούς με λίγες ρίζες στη βάση. Να σημειωθεί ότι το καλλιεργούμενο μπορεί να δώσει πολλές παραφυάδες, ενώ στην περίπτωση του αυτοφυούς είναι πολύ λιγότερες. Οταν οι παραφυάδες αφαιρεθούν από τα μητρικά φυτά, φυτεύονται στο χωράφι, όπως και τα φυτά των σπορείων.

Σε περίπτωση που δεν βρέχει την περίοδο της φύτευσης, ένα καλό ριζοπότισμα θα αυξήσει τις αποδόσεις της καλλιέργειας. Στη συνέχεια, όμως, δεν χρειάζεται πότισμα, γιατί υποβαθμίζεται η ποιότητα του προϊόντος και κατ' επέκταση η εμπορική του αξία.

Η συγκομιδή γίνεται συνήθως τον Ιούλιο, όταν τα φυτά βρίσκονται σε πλήρη άνθιση και τα ανθοφόρα στελέχη αρχίζουν να ξυλοποιούνται, οπότε η περιεκτικότητα σε αιθέριο έλαιο είναι μεγαλύτερη. Κόβεται ολόκληρη η ταξιανθία και μέρος του βλαστού, μήκους 5-6 εκ. με μαχαίρι ή δρεπάνι. Στη συνέχεια μεταφέρονται για ξήρανση σε υπόστεγα ώσπου να αποκτήσουν το επιθυμητό πρασινοκίτρινο χρώμα.

Η καλλιέργεια αρωματικών - φαρμακευτικών φυτών, όπως είναι το τσάι του βουνού, είναι ένας κλάδος της αγροτικής παραγωγής που δείχνει ικανός να δώσει διέξοδο στις σημερινές δύσκολες συνθήκες που αντιμετωπίζει η ελληνική γεωργία. Παρά το γεγονός ότι η καλλιέργεια των φυτών αυτών στην Ελλάδα είχε ξεκινήσει εδώ και δεκαετίες, εξακολουθεί να θεωρείται ένα νέο σχετικά πεδίο δράσης για τον ελλαδικό χώρο, προσφέροντας μια εναλλακτική δυναμική ανάπτυξης στον πρωτογενή τομέα, ενώ δίνει ώθηση και στον δευτερογενή τομέα της μεταποίησης.

Πρόκειται, εξάλλου, για μια καλλιέργεια που παρουσιάζει μεγάλες προοπτικές ανάπτυξης στη βιομηχανία τροφίμων αλλά και στη φαρμακοβιομηχανία και την αρωματοποιία, με την παρασκευή αιθέριων ελαίων. Βέβαια, εκτάσεις συνολικά τεσσάρων-πέντε στρεμμάτων είναι συνήθως πάρα πολύ μικρές για πραγματικά έσοδα, διαθέτοντας χύδην τσάι του βουνού. Για να είναι κερδοφόρες οι πωλήσεις, θα πρέπει να επεκταθεί η παραγωγή της καλλιέργειας. Το τσάι του βουνού χρησιμοποιείται ως ξηρό φυτικό υλικό ως έχει ή έπειτα από σχετική κατεργασία, ή προορίζεται για περαιτέρω προϊόντα μεταποίησης υψηλής προστιθέμενης αξίας (αιθέρια έλαια, ή άλλες βιοδραστικές ουσίες). Ολοι οι πιθανοί χειρισμοί μετά τη συγκομιδή (ξήρανση, κοπή, διαλογή, αποθήκευση κ.ά.) έχουν ιδιαίτερη σημασία, γιατί προσδίδουν υπεραξία στο προϊόν, όμως πρέπει να γίνονται με ιδιαίτερη προσοχή και με τα σωστά μέσα, ώστε το τελικό προϊόν να είναι υψηλής ποιότητας.

Συμπερασματικά,σύμφωνα με το Εθνος, το τσάι του βουνού είναι ένα προϊόν που αφήνει κέρδος, με την προϋπόθεση ότι ο παραγωγός θα ασχοληθεί σοβαρά και θα τηρηθούν οι κανόνες και οι αρχές για μια ποιοτική παραγωγή.

Η προώθηση και η εμπορία του προϊόντος είτε ως ξηρό φυτικό υλικό είτε ως αιθέριο έλαιο είναι ιδιαίτερα σημαντικές και καθορίζουν ουσιαστικά την οικονομικότητα του όλου εγχειρήματος. Αγορές υπάρχουν και μάλιστα με αρκετά περιθώρια ώστε να απορροφήσουν την όποια ελληνική παραγωγή. Η είσοδος σε νεόφερτους είναι σίγουρα εφικτή αλλά και δύσκολη. Βασικές προϋποθέσεις για την επιτυχή είσοδο και εδραίωση σε αυτό τον τομέα, ιδιαίτερα στις ξένες αγορές, είναι προϊόντα υψηλής ποιότητας και κυρίως με σταθερότητα και συνέχεια στην παράδοση.


Η αγορά ριζωμάτων και φυτωρίων από τα εξειδικευμένα φυτώρια συχνά κοστίζει αρκετά (αν υπολογιστεί κατά μέσο όρο ότι κοστίζουν περισσότερο από 0,15-0,25 ευρώ ανά φυτό στην Ελλάδα και 0,05-0,18 ευρώ σε εξειδικευμένα φυτώρια της Ευρωπαϊκής Ενωσης). Με μια τυπική πυκνότητα φύτευσης περίπου 4.000 φυτών ανά στρέμμα, η δαπάνη για το φυτικό υλικό εγκατάστασης μπορεί να είναι περισσότερο από 600-1.000 ευρώ ανά στρέμμα.

Στις πολυετείς καλλιέργειες, όπως είναι το τσάι του βουνού, το κόστος για την απόκτηση πολλαπλασιαστικού υλικού βαρύνει κυρίως τον πρώτο χρόνο της καλλιέργειας, εφόσον τα επόμενα χρόνια ο παραγωγός μπορεί από τις έτοιμες φυτείες να δημιουργήσει το δικό του πολλαπλασιαστικό υλικό και να επεκτείνει την καλλιέργεια.

Μπορεί πάντως η καλλιέργεια γενικότερα των αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών να εμφανίζει μια δυναμική ανάπτυξης στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα, ωστόσο δεν λείπουν τα προβλήματα που βάζουν εμπόδια στην προώθηση της εναλλακτικής αυτής επιχειρηματικής δράσης.

Ενα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι Ελληνες παραγωγοί είναι η έλλειψη πιστοποιημένου ελληνικού πολλαπλασιαστικού υλικού αρωματικών φαρμακευτικών φυτών.

Η δυσκολία εύρεσης γενετικού υλικού με σταθερά ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά από αυτοφυείς πληθυσμούς της χώρας μας αποτελεί ένα μείζον θέμα, που χρήζει αντιμετώπισης από την πολιτεία.

Πηγή: pelop.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το OLYMPUSMT σας ευχαριστεί για το σχόλιό σας!